βασανιστήριο

βασανιστήριο
και βασανιστήρι, το (AM βασανιστήριον) [βασανίζω]
αυτό που προκαλεί βάσανα, ταλαιπωρίες
νεοελλ.
εξέταση με τεχνικό μέσα για την εξακρίβωση της αλήθειας και ειδικότερα η επιβολή σωματικών κακώσεων στον υπόδικο κατηγορούμενο και στους μάρτυρες για την απόσπαση ομολογίας ή μαρτυρικών καταθέσεων
αρχ.
1. ο χώρος στον οποίο γίνονται βασανιστήρια
2. πληθ. τα όργανα με τα οποία γίνονται βασανιστήρια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ …   Dictionary of Greek

  • Κερκυραίος — α, ο (ΑΜ Κερκυραῑος, αῑα, ον, Α αρσ. και Κέρκυρ, υρος) [Κέρκυρα] ο κάτοικος τής Κέρκυρας ή αυτός που κατάγεται από αυτήν αρχ. φρ. «Κερκυραία μάστιξ» φοβερό βασανιστήριο όργανο, είδος μαστιγίου που αποτελούνταν από πολλές λωρίδες …   Dictionary of Greek

  • αζάπης — Λέξη αραβοτουρκικής προέλευσης, που στους Βυζαντινούς και Ιταλούς, τον 14ο 16ο αι., σήμαινε τους πειρατές. Στους Οθωμανούς είχε την έννοια των άτακτων αντρών που συνόδευαν τις τακτικές στρατιωτικές δυνάμεις και τους χρησιμοποιούσαν σε βοηθητικές… …   Dictionary of Greek

  • βάσανος — η (AM βάσανος) λεπτομερής, εξονυχιστική εξέταση (α. «η βάσανος της λογικής» β. «βάσανον ὑποκείσονται» θα περάσουν από δοκιμασία, θα υποστούν λεπτομερή έλεγχο) αρχ. μσν. βασανιστήριο, σωματική κάκωση 2. πόνος, ταλαιπωρία αρχ. 1. η λυδία λίθος,… …   Dictionary of Greek

  • γνάφος — και κνάφος, ο (Α) [κνάπτω] 1. το αγκαθωτό φυτό δίψακος ο γναφευτικός 2. χτένι τών μαλλιών, χτένι χρήσιμο για κατεργασία ερίων 3. βασανιστήριο όργανο σε σχήμα χτενιού …   Dictionary of Greek

  • εμπυρία — ἐμπυρία και ἐμπυρεία, η (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. μαντεία με τη φωτιά, πυρομαντ(ε)ία 2. δημόσιος όρκος που δινόταν ως δοκιμασία πάνω στη φωτιά τού βωμού 3. βασανιστήριο με φωτιά …   Dictionary of Greek

  • ζητητήριον — ζητητήριον, τὸ (Α) [ζητητήρ] βασανιστήριο για την απόσπαση ομολογίας …   Dictionary of Greek

  • καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· …   Dictionary of Greek

  • κατάτασις — κατάτασις, ἡ (Α) [κατατείνω] 1. η ένταση, το υπερβολικό τέντωμα 2. (για σπασμένα ή εξαρθρωμένα οστά ή μέλη) ανάταξη, επανατοποθέτηση 3. βασανιστήριο, μαρτύριο, τιμωρία 4. (για χώρο) έκταση 5. τάση ολική προς τα κάτω 6. βίαιη γύμναση, άσκηση …   Dictionary of Greek

  • καταπέλτης — Αρχαία πολεμική μηχανή, με την οποία εκτόξευαν λίθους και πυρακτωμένες ή εύφλεκτες ύλες σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων. Συνήθως περιλάμβανε ένα είδος μεγάλης κουτάλας, όπου τοποθετούσαν το υλικό που προοριζόταν για εκτόξευση. Η κουτάλα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”